- πενικίλιο
- (penicillium). Ασκομήκης της οικογένειας των Ασπεργιλιδών. Αριθμεί περισσότερα από 700 είδη και φυτρώνει κυρίως σαπροφυτικά. Πολλές φορές είναι ενοχλητικότατο παράσιτο των οπωρικών. Μερικά είδη είναι φαρμακευτικά και παράγουν πολύτιμες αντιβιοτικές και βακτηριοκτόνες ουσίες. Άλλα χρησιμοποιούνται στη ζύμωση και την ωρίμανση ορισμένων τύπων τυριού. Χαρακτηριστικό του μύκητα αυτού είναι η κονιδιακή του μορφή, που θυμίζει λεπτό πινέλο.
Dictionary of Greek. 2013.